αδιαγούμιστος

αδιαγούμιστος
η , ο неразграбленный, нерасхищенный; неразорённый, неопустошённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αδιαγούμιστος" в других словарях:

  • αδιαγούμιστος — η, ο και ητος η, ο [διαγουμίζω] αλεηλάτητος, αδιάρπαστος, αλαφυραγώγητος …   Dictionary of Greek

  • αδιαγούμιστος — η, ο αλεηλάτητος: Οι Τούρκοι, όταν κυρίεψαν την Κων/πολη, δεν άφησαν τίποτε αδιαγούμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»